μάλαξη — η 1. το να τρίβω ή να ζυμώνω κάτι για να γίνει μαλακό: Η μάλαξη του κεριού. 2. (ιατρ.), η πίεση του σώματος με τα χέρια ή με μηχάνημα για θεραπευτικούς σκοπούς, το μασάζ: Μου έκανε μαλάξεις στην πλάτη για να περάσουν οι πόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλάξῃ — μαλάξηι , μάλαξις softening fem dat sg (epic) μαλάσσω make soft aor subj mid 2nd sg μαλάσσω make soft aor subj act 3rd sg μαλάσσω make soft fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαξοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος με μάλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάλαξη + θεραπεία] … Dictionary of Greek
χειρομάλαξη — η, Ν μάλαξη που γίνεται, για θεραπευτικό σκοπό, από ειδικευμένο άτομο με τα χέρια σε διάφορα σημεία τού σώματος πάσχοντος, κν. μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάλαξη (< μαλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. χειρομάλαξις, μαρτυρείται από το 1809 στο… … Dictionary of Greek
ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη … Dictionary of Greek
ανάτριψη — η (Α ἀνάτριψις) [ανατρίβω] παρατεταμένο ελαφρό τρίψιμο του δέρματος, εντριβή, μάλαξη … Dictionary of Greek
αναμάλαξη — η [αναμαλάσσω] η εκ νέου μάλαξη, μαλάκωμα, ζύμωμα … Dictionary of Greek
διαμαλάσσω — και διαμαλάττω (Α) 1. με μάλαξη καθιστώ κάτι μαλακότερο 2. μτφ. καταπραΰνω … Dictionary of Greek
ευτριψία — εὐτριψία, ἡ (Α) [εύτριπτος] η ευαισθησία κατά την τριβή, κατά τη μάλαξη … Dictionary of Greek
ζυμωτήριο — το 1. σκάφη ζυμώματος 2. ζυμωτική μηχανή, μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ανάμιξη και η μάλαξη τής ζύμης τού ψωμιού ή άλλης ζυμοειδούς μάζας 3. το εργοστάσιο ή το τμήμα τού εργοστασίου όπου γίνεται η ζύμωση αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω. Η λ. στον … Dictionary of Greek